- μικροσεισμοί
- οι микросейсмы; землетрясения небольшой силы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μικροσεισμός — ο συν. στον πληθ. οι μικροσεισμοί σεισμοί ασθενούς έντασης, οι οποίοι καταγράφονται μόνο από ευαίσθητους σεισμογράφους, ενώ συνήθως δεν γίνονται αισθητοί από τους κατοίκους τής περιοχής στην οποία συμβαίνουν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek